Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(οἰκία ἔπεσε

  • 1 πιπτω

         πίπτω
        (fut. πεσοῦμαι - эп.-ион. πεσέομαι, aor. 2 ἔπεσον - эп. πέσον и эол.-дор. ἔπετον, pf. πέπτωκα - поздн. πέπτηκα; part. πεπτεώς, πεπτηώς и πεπτώς, ῶτος)
        1) падать
        

    (πεδίῳ Hom.; ἐπὴ γᾷ Soph.; ἐπὴ τέν γῆν Plat.; ἐπὴ τῆς γῆς и εἰς τέν γῆν NT.; πρὸς οὖδας Eur.; ἀπ΄ οὐρανοῦ Aesch.; εἰς βόθυνον, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀπὸ τῆς τραπέζης NT.)

        πέσεν ὕπτιος Hom. — он упал навзничь;
        πέσε πρηνής Hom. и ἐπὴ πρόσωπον NT. — он упал ниц;
        π. ὑπὸ ἄξοσι Hom. — падать под колеса;
        ὕπνος ἐπὴ βλεφάροισιν ἔπιπτεν Hom. — сон спустился на вежды;
        π. χαμαί Plat. NT. и π. χαμᾶζε Arph. — падать на землю, ( о словах) пропадать без пользы;
        π. μετὰ ποσσὴ γυναικός Hom. — рождаться на свет;
        π. ἐς πόντον Hes. (о созвездии) погружаться в море;
        ὕπνῳ Aesch. и εἰς ὕπνον πεσεῖν Soph. — погрузиться в сон;
        π. ἀμφὴ γόνυ τινός Eur.пасть к чьим-л. коленям

        2) бросаться, устремляться, кидаться
        

    (ἐνὴ νήεσσι Hom.; ἐπ΄ ἀλλήλοισι Hes.)

        π. περὴ ξίφει Soph. — броситься на (свой) меч;
        Βορεάο πεσόντος Hom.при поднявшемся северном ветре

        3) падать мертвым
        

    π. δορί Eur. — пасть сраженным копьем;

        π. ὑπό τινος Her., Plut.; — пасть от чьей-л. руки;
        οἱ πεπτωκότες Xen. — павшие, убитые;
        τὸ Περσῶν ἄνθος οἴχεται πεσόν Aesch. — погиб цвет персов;
        4) валиться, рушиться
        στάντες ἐς ὀρθὸν καὴ πεσόντες ὕστερον Soph. — воспрянув, а затем пав (снова);
        τὰ σκλήρ΄ ἄγαν φρονήματα πίπτει μάλιστα Soph.слишком непреклонные души особенно скоро надламываются

        5) утихать, умолкать
        πέπτωκε κομπάσματα Aesch.умолкла похвальба

        6) выпадать из (чего-л.), т.е. лишаться
        

    ἐκ θυμοῦ π. τινί Hom.лишаться чьей-л. благосклонности;

        π. ἐξ ἐλπίδων Eur. и ταῖς ἐλπίσι π. Polyb.утрачивать надежды

        7) ускользать
        

    (ἐξ ἀρκύων Aesch.; ἔξω τῶν κακῶν Arph.)

        8) впадать
        

    (εἰς ὀργήν Thuc.; τῆς ἀπειθείας NT.)

        εἰς νόσον π. Aesch. — заболеть;
        εἰς ἔρον τοῦ μαθεῖν π. Eur. — загореться любопытством;
        ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις π. Soph. — попасть глубоко в западню;
        π. ἐς δάκρυα Her.залиться слезами

        9) выпадать (на долю), складываться, случаться, оказываться
        

    κλῆρος πίπτει τινί или παρά τινα Plat. и ἐπί τινα NT.жребий выпадает кому-л., падает на кого-л.;

        εὖ πίπτουσιν κύβοι Soph. — кости выпадают хорошо, т.е. обстоятельства складываются благоприятно;
        τὰ εὖ πεσόντα Aesch. — удачи;
        πρὸς τὰ πεπτωκότα Plat. — смотря по сложившимся обстоятельствам;
        ἐν ἀλαθεία π. Pind. — оказываться верным;
        ὠτακουστεῖν, ὅκῃ πεσέεται τὰ πρήγματα Her. — напряженно выжидать, как сложатся дела

        10) совпадать, приходиться
        11) подпадать, относиться
        

    (εἰς γένη ταῦτα, ὑπὸ παραγγελίαν οὐδεμίαν Arst.)

        12) ошибаться
        

    τούτου ἐχόμενος, ἡγοῦμαι οὐκ ἄν ποτε πεσεῖν Plat. — полагаю, что, придерживаясь этого, я никогда не ошибусь

        13) пропадать, исчезать
        

    (εὐκοπώτερόν ἐστι τὸν οὐρανὸν καὴ τέν γῆν παρελθεῖν ἢ τοῦ νόμου μίαν κεραίαν πεσεῖν NT.)

    Древнегреческо-русский словарь > πιπτω

См. также в других словарях:

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… …   Dictionary of Greek

  • Δούρα ή Ευρωπός — Αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας, χτισμένη στη δυτική όχθη του Ευφράτη, κοντά στον σημερινό οικισμό Σαλιχίγια. H πόλη ιδρύθηκε γύρω στο 300 π.Χ. από τον Μακεδόνα στρατηγό του Αντίγονου, Νικάνορα. Αργότερα μετονομάστηκε σε Ευρωπό από τον Σέλευκο Α’.… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»